Γαλικία

Γαλικία
(Galicia). Ονομασία δύο περιοχών της Ευρώπης. 1. Ιστορική γεωγραφική περιοχή (πολων. Galicja, ουκρ. Halychyna, 83.740 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, διαμοιρασμένη σήμερα μεταξύ της Πολωνίας και της Ουκρανίας . Γνωστή παλαιότερα ως Ερυθρά Ρωσία και Λοδομιρία, βρίσκεται στα Β του τόξου των Καρπαθίων και εκτείνεται μεταξύ του άνω ρου του Βιστούλα προς τα ΒΔ και του μέσου του Δνείστερου προς τα ΝΑ. Καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα του Ποδολικού οροπεδίου και τις κοιλάδες των ποταμών Βιστούλα, Σαν, Μπουγκ, Δνείστερου και Προύθου. Η οικονομία της Γ. βασίζεται στη γεωργία (πατάτες, δημητριακά, φρούτα, ζαχαρότευτλα, λινάρι και καπνός), στην κτηνοτροφία (βοοειδή και χοίροι), στην εκμετάλλευση του δασικού πλούτου, στην εξόρυξη πετρελαίου, μεθανίου και ορυκτού αλατιού, καθώς και στη μεταποιητική βιομηχανία, ιδιαίτερα τη μεταλλουργία, την υφαντουργία και τη βιομηχανία χημικών προϊόντων. Σπουδαιότερες πόλεις είναι η Κρακοβία, η Τάρνουφ και η Πσέμισλ στην Πολωνία, το Λβοφ, η Τερνοπόλ και η Ιβάνο-Φρανκόφσκ στην Ουκρανία. 2. Αυτόνομη διοικητική περιφέρεια (ισπαν. Galicia, 29.574 τ. χλμ., 2.732.926 κάτ. το 2001) της βορειοδυτικής Ισπανίας, στον Ατλαντικό ωκεανό, παλαιότερα ελεύθερο βασίλειο. Η περιφέρεια περιλαμβάνει τις επαρχίες Λούγκο, Ορένσε, Ποντεβέδρα και Λα Κορούνια, ενώ πρωτεύουσα είναι η πόλη Σαντιάγο δε Κομποστέλα. Η ισπανική Γ. έχει ήπιο και υγρό κλίμα, δροσερό στα ορεινά. Σε πολλά σημεία, το δάσος έχει παραχωρήσει τη θέση του στις άγονες εκτάσεις ή στα λιβάδια. Οι κάτοικοι καλλιεργούν αραβόσιτο, βρόμη, σίκαλη, όσπρια, πατάτες και εκτρέφουν βοοειδή. Οι γεμάτες κολπώσεις ακτές της περιοχής δημιούργησαν πολυάριθμα λιμάνια. Η αλιεία είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη (το μισό του συνόλου των αλιευμάτων της Ισπανίας) και από αυτήν τροφοδοτούνται πολλά εργοστάσια κονσερβοποιίας. Το 1981, η Γ. απέκτησε την αυτονομία της, στο πλαίσιο του ισπανικού κράτους, και δικό της κοινοβούλιο. Ο λόγος του αιτήματος της αυτονομίας ήταν εθνολογικός, καθώς οι κάτοικοι μιλούν διαφορετική γλώσσα (galego) που έχει αρκετές ομοιότητες με την πορτογαλική και η οποία αναγνωρίστηκε ως επίσημη της Γ., έστω κι αν είναι κυρίως ομιλούμενη γλώσσα και ελάχιστοι γνωρίζουν να τη γράφουν. Η Λα Κορούνια είναι η σημαντικότερη πόλη της ισπανικής Γαλικίας, εμπορικό και αλιευτικό λιμάνι στον Ατλαντικό. Ακτή στην επαρχία Ποντεβέδρα στην περιοχή Γαλικία της Ισπανίας. Η καθίζηση του εδάφους, οφειλόμενη σε βραδυσεισμική δράση, δημιούργησε εδώ ένα από τα μορφολογικά χαρακτηριστικά, τα «rias» (φωτ. Mairani). Ο Βιστούλας κοντά στην Κρακοβία, ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της περιοχής της Γαλικίας που σήμερα είναι διαμοιρασμένη μεταξύ Πολωνίας και Ουκρανίας (φωτ. Igda).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • γαλικιανός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Γαλικία …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Γερμανού, συνθήκη — Η δεύτερη από τις δύο συνθήκες ειρήνης (πρώτη των Βερσαλιών) με τις οποίες τερματίστηκε ο A’ Παγκόσμιος πόλεμος. Η συνθήκη υπογράφηκε στις 10 Σεπτεμβρίου 1919 στο ιστορικό ανάκτορο του Α.Γ., στο ομώνυμο προάστιο του Παρισιού (Saint Germaine),… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξέγεφ, Μιχαήλ Βασίλιεβιτς — (1857 – 1918). Ρώσος στρατηγός του τσαρικού στρατού. Άρχισε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877 και έγινε στρατηγός το 1904. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ήταν διοικητής του νοτιοδυτικού μετώπου και επικράτησε των… …   Dictionary of Greek

  • Αλφόνσος — I (AlfonsoAlphonso). Όνομα βασιλιάδων και ηγεμόνων των ισπανικών κρατιδίων των Αστουριών, της Λεόνε, της Γαλικίας και της Καστίλης (1 11), καθώς και του ενωμένου κράτους της Ισπανίας (12 13). Η λέξη προέρχεται από παραφθορά του τευτονικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”